βραχιάζομαι

βραχιάζομαι
-ιάστηκα, ανεβαίνω ή πέφτω στα βράχια: Η βάρκα βούλιαξε γιατί βραχιάστηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραχιάζω — 1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο 2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι 3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια) ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ όπου δεν μπορώ να κατεβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”